Ο Νίκος Ρίζος: Ένας Θρύλος της Ελληνικής Κωμωδίας και του Θεάτρου
Ο Νίκος Ρίζος, μια εμβληματική μορφή του ελληνικού θεάτρου, υπήρξε αυτοδίδακτος ηθοποιός με πηγαίο ταλέντο. Γεννημένος στις 30 Σεπτεμβρίου 1924, κοντά στην Άρτα, ήρθε στην Αθήνα με 100 δραχμές στην τσέπη, πρόθεση να κατακτήσει το θεατρικό κοινό. Χαρισματικός και αγαπημένος «κοντός» του εγχώριου θεάματος, ο Ρίζος αναδείχθηκε μέσα από τις δεκάδες ταινίες που συμμετείχε, μερικές από τις οποίες αναφέρονται κοντά στις 300. Η έντονη σχέση του με το κοινό, οι αμέτρητες επαναλήψεις και οι χαρακτηριστικές ατάκες του τον έχουν κάνει μια ξεχωριστή φιγούρα στην ελληνική κωμωδία.
Η καριέρα του ξεκίνησε όταν, τυχαία, ανακαλύφθηκε από τον Αλέκο Σακελλάριο, ο οποίος του έδωσε την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει στην κλασική επιθεώρηση «Άνθρωποι, Άνθρωποι» το 1948. Θέτοντας την υποκριτική του ικανότητα και την φυσική του φρεσκάδα στο προσκήνιο, ο Ρίζος έκανε τη διαφορά στο ελληνικό θέατρο και σινεμά. Συνάμα, αποτέλεσε και εξαιρετικός θιασάρχης, συνεργαζόμενος με σπουδαίους καλλιτέχνες και σπάζοντας τα ταμεία με τις παραστάσεις του.
Μέχρι το 1958, είχε καθιερωθεί σε κορυφαίους αθηναϊκούς θιάσους και στα κινηματογραφικά πλατό, ξεκινώντας από την ταινία «Μεθύστακας» του Γιώργου Τζαβέλλα, όπου έζησε την καλλιτεχνική του έκρηξη δίπλα στον Ορέστη Μακρή, μέντορά του. Διακρίθηκε και σε πολλές ταινίες, όπως η κωμωδία «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη», που στάθηκε η αφορμή για τη συγκρότηση θεατρικού θιάσου.
Η δεκαετία του ’70, ωστόσο, έφερε τις προκλήσεις με την παρακμή του ελληνικού σινεμά. Αν και συνέχισε να εργάζεται, αρχίσε να αισθάνεται τις επιπτώσεις της τυποποίησης και της εύκολης καριέρας. Έως την τελευταία του πνοή, το 1999, συνέχιζε να συμμετέχει σε παραστάσεις θεάτρου και τηλεόρασης. Ο θάνατός του ήρθε αιφνίδια, ενώ παρακολουθούσε την προβολή ενός σίριαλ.
Η ζωή και η κληρονομιά του Νίκου Ρίζου παραμένουν ζωντανές στη μνήμη του κοινού. Αν και αυτή η κληρονομιά δεν έχει εκτιμηθεί όσο θα έπρεπε από τη σύγχρονη εποχή, η ικανότητά του να προκαλεί γέλιο και να συνδέεται με το κοινό παραμένει αναλλοίωτη. Πηγή: ethnos.gr